- κλιτός
- Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές.
Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους.
* * *-ή, -ό (AM κλιτός, -ή, -όν) [κλίνω]γραμμ. (για μέρος τού λόγου) εκείνος που κλίνεται («η αντωνυμία ανήκει στα κλιτά μέρη τού λόγου, ενώ το επίρρημα στα άκλιτα»)νεοελλ.1. κατηφής, στενοχωρημένος, θλιμμένος («έχει το πρόσωπο κλιτό, τ' αμμάτια θαμπωμένα, Ερωφ.)2. ταπεινός3. φρ. «κλιτές γλώσσες»γλωσσ. οι γλώσσες στις οποίες οι γραμματικές σχέσεις δηλώνονται με κλίση, δηλαδή με καταλήξεις τών λέξεων και όχι με τη συνταγματική θέση τουςνεοελλ.-μσν.1. σκυμμένος, γερτός («κλιτή, ως μού 'ναι μπορετό, στα πόδια τσ' αφεντιάς σου πέφτω», Ερωφ.)2. το ουδ. ως ουσ. το κλιτό(ν)(βυζ. μουσ.) μια από τις τρεις χρόες, που λειτουργεί ως σημείο μετατροπίαςμσν.απλωτόςαρχ.κατηφορικός.επίρρ...κλιτά (Μ κλιτά)1. γερτά, σκυφτά2. ταπεινά.
Dictionary of Greek. 2013.